- ἀμφιχρίομαι
- ἀμφιχρίομαι, [voice] Med.,A anoint oneself all over,
ἀμφὶ δ' ἐλαίῳ χρίσομαι Od.6.219
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμφὶ δ' ἐλαίῳ χρίσομαι Od.6.219
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφιχρίομαι — ἀμφιχρίομαι (Α) αλείφομαι ολόγυρα με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χρίω] … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek